συλληπτρια

συλληπτρια
    συλλήπτρια
    συλ-λήπτρια
    ἥ помощница
    

(τῶν πόνων Xen.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "συλληπτρια" в других словарях:

  • συλλήπτρια — fem nom/voc sg συλλήπτωρ accomplice fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συλλήπτρια — ἡ, ΜΑ βλ. συλλήπτωρ …   Dictionary of Greek

  • συλλήπτριαν — συλλήπτρια fem acc sg συλλήπτωρ accomplice fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συλλήπτωρ — ό, θηλ. συλλήπτρια, ΜΑ, θηλ. και συλλήπτειρα, Μ βοηθός, αρωγός (α. «ἀγαθὴ συλλήπτρια τῶν ἐν εἰρήνη πόνων», Ξεν. β. «σὺ δ ἡμῑν τοῡδε συλλήπτωρ γενοῡ», Ευρ. γ. «πατρόθεν δὲ συλλήπτωρ γένοιτ ἄν ἀλάστωρ», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συλλαμβάνω + επίθημα… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»